αδειανός — ή, ό 1.κενός, άδειος: Στεκόταν εκεί με αδειανά τα χέρια. 2. διαθέσιμος, εύκαιρος: Δεν έχω ώρα αδειανή για περίπατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άδειος — (I) ἄδειος, ον (Α) ο άφοβος, ο απτόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄ στερητ. + δFεῖος, το (= δέος, το) πρβλ. δει λός, δει νός]. (II) α, ο αυτός που δεν έχει περιεχόμενο, αδειανός, κενός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδειάζω υποχωρητικά (πρβλ. αγιάζω > άγιος). ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
-άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
αγέμιστος — και αγιόμιστος και αγέμωτος, η, ο [γεμίζω] 1. αυτός που δεν γέμισε, ο μη γεμάτος, αδειανός 2. αυτός που δεν γέμισε εντελώς, μισογεμάτος 3. (για καρπούς) αυτός που δεν ωρίμασε ακόμη … Dictionary of Greek
αδειάτος — η, ο και αδειατός, ή, ό [άδειος] 1. αυτός που έχει ευχέρεια χρόνου, ο εύκαιρος 2. κενός, άδειος, αδειανός … Dictionary of Greek
αδειανάδα — η [αδειανός] 1. ελεύθερος χρόνος, ευκαιρία 2. κενός χώρος … Dictionary of Greek
αδειανιά — η [αδειανός] 1. κενός χώρος 2. έλλειψη αισθήματος, σκέψης, τέχνης ή φαντασίας, κουφότητα, κενότητα … Dictionary of Greek
αδειανοσακούλης — ο ο στερούμενος τα πάντα, πάμφτωχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδειανός + σακούλα] … Dictionary of Greek
καλόγερος — I Ονομασία δύο νησίδων οτυ Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται στο στενό Φολεγάνδρου Σικίνου, κοντά στη νοτιοδυτική ακτή της Σικίνου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σικίνου του νομού Κυκλάδων. 2.… … Dictionary of Greek
λειανός — ή, ό 1. λεπτός, λιγνός, ισχνός («λειανά δάχτυλα») 2. το ουδ. ως ουσ. τα λειανά κέρματα, ψιλά 3. φρ. «κάνε μού τα λειανά» ή «δεν μού τά κάνεις λειανά;» εξήγησέ μου λεπτομερώς, δώσε μου περισσότερες εξηγήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λείος + κατάλ. ανός,… … Dictionary of Greek